ρηιδιος

ρηιδιος
    ῥηΐδιος
    3
    эп.-ион. = ῥᾴδιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρηιδιος" в других словарях:

  • ῥηίδιος — ῥηΐδιος , ῥᾴδιος easy masc nom sg (epic ionic) ῥῄδιος easy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»